Ολυμπία Καράγιωργα Από τη ζωή μου

Συνέντευξη της Αιγυπτιώτισσας Ολυμπίας Καράγιωργα

Από τη "Γλαύκα" του Συλλόγου Αποφοίτων Γυμνασίου Μανσούρας Αιγύπτου

Νείλος - Φελούκα

Η ζωή στην Αίγυπτο

Στην Αίγυπτο υπήρχαν πλούσιοι, μεσαίοι, αλλά και πολλοί φτωχοί. Γι’ αυτό υπήρχαν και φιλόπτωχοι και πολύ οργανωμένη βοήθεια και είναι κάτι συγκινητικό. Ο μεγάλος ευεργέτης Εμμανουήλ Μπενάκης, ανάμεσα σ’ αυτά που είχε προσφέρει, ήταν και ένα πολύ όμορφο κτίριο για να τρώνε τα φτωχά παιδιά δύο φορές την ημέρα. Δηλαδή δεν τα πέταξε σε μία κάμαρα, έπρεπε να είναι ειδικά κτισμένο.
Ήταν ωραίος ο χώρος, πήγαιναν και έτρωγαν δύο φορές την ημέρα. Μια φορά, ήμουνα μπροστά, έρχεται ένας συμμαθητής μου και λέει: «Κύριε Θανάση, ο πατέρας με έστειλε - ήταν επτά παιδιά- να σας πω ότι έχουμε να φάμε τρεις μέρες». Του έδωσε ό,τι μπορούσε και όταν έφυγε έφτιαξε με τα χέρια του ένα κουτί και έγραφε πάνω σε τρεις γλώσσες «μια οικογένεια είχε να φάει τρεις μέρες», στα Γαλλικά, στα Ελληνικά και στα Αραβικά. Και όταν γέμισε το κουτί, φώναξε τον συμμαθητή μου και του τα έδωσε. Βοηθούσε συνέχεια.

Ο πατέρας μου

Ο πατέρας ήταν λάτρης της Αρκαδίας. Τραγουδούσε πάρα πολύ όμορφα τα δημοτικά τραγούδια, προπαντός το «Χάραξε η αυγή, πήρε το μεσημέρι, τώρα
οι πέρδικες, τώρα οι πέρδικες αχνολαλούν και λένε, ξύπνα αφέντη μου και
αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο, άσπρο λαιμό». ΄Ηταν μέσα του και χόρευε εξαιρετικά. Όταν θέλανε να στρωθεί ο χορός, φωνάζανε τον Καράγιωργα τον Θανάση, ήταν ο πρώτος του χορού. Δηλαδή σ’ όλη την πορεία του στην Αίγυπτο έμεινε αφάνταστα Έλληνας και ελληνικός.
Ο πατέρας είχε και την αυλή του, είχε αυλικούς γύρω, τον θαυμάζανε, ήταν ωραίος ο πατέρας, ήταν λόγιος. Ξεκίνησα τη μόρφωσή μου από τη βιβλιοθήκη του πατέρα και σε ηλικία 18-19 χρονών είχα διαβάσει όλα τα κλασικά στα Γαλλικά από μία εκδοτική σειρά Librairie Nelson. Διάβασα όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα.

Το Σχολείο στη Μανσούρα

Τελείωσα το σχολείο το ‘52. Μέχρι που έφυγα εγώ δεν ήταν υποχρεωτική η
αιγυπτιακή γλώσσα. Απορώ. Κάναμε, τα κορίτσια, τρεις ώρες την εβδομάδα εργόχειρο για την προίκα μας και τα αγόρια εκείνη την ώρα κάνανε Αραβικά. Τα αγόρια ξέρανε καλά Αραβικά και δεν μπορώ να καταλάβω πώς, με δύο ώρες την εβδομάδα Αραβικά από την πρώτη Γυμνασίου έως την έκτη, δεν μάθαμε τη γλώσσα τα κορίτσια. Θυμάμαι, στην τελευταία τάξη που είχαμε εξετάσεις, ο γλυκύτατος καθηγητής μας, μάς έβαλε στον πίνακα να κάνουμε πρόταση με δέκα λέξεις. Και τι έκανα εγώ; ΄Ηξερα να γράφω τη λέξη αχέμπ, αγαπώ. Και βάζω αχέμπ Ελλάδα, αχέμπ το τρένο, αχέμπ την κουζίνα. Και έρχεται και λέει: «Καράγιωργα, αγαπάς τα πάντα εσύ».

Μια μέρα σχολική

Φτάναμε στις οκτώ. Μετά οι ποδιές. Ένα μπλε, όχι μπλε σκούρο, μπλε δυνατό, γαλάζιο, ωραίο. Με δύο γιακάδες, δύο πιέτες από πάνω έως κάτω γιακαδάκι, με δύο άσπρα σειρίτια.
Αλλοίμονο αν ήταν η ποδιά μισό πόντο πάνω από το γόνατο. Φώναζε η κυρία:
«Έλα εδώ εσύ. Αύριο θα το έχεις κατεβάσει δύο πόντους και χαιρετισμούς στη μαμά σου». Πάρα πολύ αυστηρά, αλλά ήταν ένα θέαμα εξαιρετικό. ΄Εβλεπες μια τελειότητα και, χωρίς να το καταλάβουμε, το γλεντούσαμε και εμείς, γιατί ήταν κάτι ωραίο.

Δημοφιλείς αναρτήσεις