Σαν τρίλιες που σβήνουν

Μαρία Πολυδούρη - Κώστας Καρυωτάκης: Η φλόγα που τρεμοσβήνει...

Καρυωτάκης - ΠολυδούρηΜαρία Πολυδούρη (1902-1930) - Άπαντα
Στη σκιά της Ποίησης
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς
μπορούνε με χίλιους τρόπους
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους —Κώστας Καρυωτάκης (Υποθήκαι) όλο το ποίημα εδώ

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα, κόρη του γυμνασιάρχη Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής το γένος Μαρκάτου. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Γύθειο, τα Φιλιατρά και την Καλαμάτα, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο και το 1916 δημοσίευσε το πεζοτράγουδο "Ο πόνος της μάνας" στο περιοδικό "Οικογενειακός Αστήρ". Τον ίδιο χρόνο συγκέντρωσε ποιήματα στη συλλογή "Μαργαρίτες", την οποία δεν εξέδωσε.

Το 1918 διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1920 πέθαναν και οι δυο γονείς της, πρώτα ο πατέρας της και σαράντα μέρες αργότερα η μητέρα της. Το 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Είχε ήδη γραφτεί στη Νομική Σχολή. Τότε γνωρίστηκε με τον Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα, και δημοσίευσε στίχους στα περιοδικά "Έσπερος" (Σύρου), "Ελληνική Επιθεώρησις", "Πανδώρα", "Παιδική Χαρά" και "Εύα". Το 1924 γνώρισε τον Αριστοτέλη Γεωργίου. Τον ίδιο χρόνο εγκατέλειψε τις σπουδές της και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουναλάκη. (...) περισσότερα εδώ

Με τον Κώστα Καρυωτάκη ενώ υπήρξαν ζευγάρι δεν ευοδώθηκε ο δεσμός τους λόγω αντίξοων περιστάσεων - η Πολυδούρη έφυγε στη Γαλλία για να ακολουθήσει κάποιες σπουδές, ο Καρυωτάκης είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα. 

Άγνωστοι οι λόγοι της αυτοκτονίας του όπως και του ταξιδιού της Μαρίας στο Παρίσι τη στιγμή που είχαν γνωρισθεί και είχαν δημιουργήσει μια σχέση. Ωστόσο αυτοί οι άνθρωποι άφησαν ένα βαθύ αποτύπωμα στο διάβα της εποχής του Μεσοπολέμου παρ' όλο που η ζωή τους αν και σύντομη το ποιητικό έργο τους αξιολογότατο. Και οι δύο κατάγονταν από τις δύο πιο όμορφες πόλεις την Τρίπολη και την Καλαμάτα αντιστοίχως που δεν αξιώθηκαν να επιστρέψουν πίσω. Οι τρίλιες από τα σκιρτήματα αυτών των μοναχικών καρδιών ακολούθησαν το ξεδίπλωμα ενός χρόνου που σταματά ελάχιστα σε ζωές που πέρασαν και άφησαν πίσω τους τα ίχνη από πόθους χαμένους.

.... Έχοντας κατά νου τον ορισμό και την ουσία της γυναικείας λυρικής παράδοσης, που κρατάει αιώνες και αιώνες στον τόπο μας, από την εποχή της Σαπφούς, απλώνουμε τα χέρια ευλαβικά προς τους στίχους της λυρικής ιέρειας του Μεσοπολέμου, Μαρίας Πολυδούρη, για να ακούσουμε στο λυκόφωτο, την ώρα της υπέρβασης, τις συγχορδίες που έπαιξε για μας, αγγίζοντας σαν αύρα την άρπα του ονείρου, πριν χαθεί για πάντα, σαν νυχτοπεταλούδα στη λάμψη του κεριού...

🧾 Περισσότερα για Καρυωτάκης εδώ
Ακολουθεί ένα ποίημα για το ζευγάρι - που απεικονίζει με γλαφυρό τρόπο τις σχέσεις τους

Καρυωτάκης - Πολυδούρη 2009

της Σοφίας Κολοτούρου από το Ποιείν

Γνωρίζω μια πολύ παράξενη ιστορία
- μα ίσως και να την έχω μόνο ονειρευτεί.
Όχι, δεν πέθανε, μου ‘παν, στη Σωτηρία
η Πολυδούρη, κάποιο Απρίλη, ένα πρωί.

Πρωτύτερα, ασφαλώς, δεν είχε αυτοκτονήσει
ο Καρυωτάκης, με μια σφαίρα στην καρδιά.
Εξοστρακίστηκε, όπως λεν, πριν τον χτυπήσει,
σε κάποιου δέντρου που ‘ταν δίπλα, τα κλαδιά.

Κι έπειτα, χάθηκαν τα ίχνη τους για χρόνια.
Θα ‘ναι σαράντα τώρα; Εξήντα; Εκατό;
Είπαν οι μύθοι πως θα ζήσουνε αιώνια,
μα θα το κρύβουν, θα ‘ναι απ’ όλους μυστικό.

Λένε, παντρεύτηκε στα σίγουρα η Μαρία
- κάποιον απ’ τους πολλούς, που είχε, θαυμαστές.
Τα πρώτα χρόνια, ήτανε όλο ευτυχία,
αλλά της λείπανε πολύ οι εραστές.

Έκαν’ ένα παιδί - δεν ξέρουνε - ή δύο,
και ζει στου γάμου μια νοερή της φυλακή.
Τους στίχους θέλει ν’ απαγγέλει – το βιβλίο
δίπλα της το ΄χει, να θυμάται τον ποιητή.

Ο Καρυωτάκης, έχει πάει σε κάποια χώρα
του ονείρου – Πουέρτο Ρίκο, Κούβα, Αργεντινή,
Ουρουγουάη, Βραζιλία, που να ‘ναι τώρα;
Ή πάλι, επέστρεψε και στο έρμο του νησί.

Ανύπαντρος σαφώς – τι τα δεσμά του γάμου
περιφρονούσε, και γελούσε ειρωνικά.
Εκεί θα μάζευε κοχύλια, κόκκους άμμου,
θα φώναζε ύστερα ξανά στην ερημιά.

Επικοινώνησαν ποτέ μαζί; Ποιος ξέρει…
Ίσως και να ‘χαν βρει τον τρόπο, μυστικά
μηνύματα να στέλνουν, κάθε καλοκαίρι∙
σχέδια να καταστρώνουν, επιτελικά.

Είπαν: Αυτόν, τον καταδίωκε ένα πνεύμα
κι εκείνη, λογιζόταν γι’ άστατη καρδιά.
Τους είδαν κάποτε να ‘ναι κόντρα στο ρεύμα,
αλλά μαζί δεν κάναν, ούτε μια βραδιά.
Έτσι μου είπανε σ’ αυτό το παραμύθι,
- που μάλλον το ‘χω εξ ολοκλήρου ονειρευτεί:
Ότι η Μαρία καταπνίγει μες τα στήθη
κάθε κρυφήν επιθυμία, να ξεχαστεί.

Κι ο Καρυωτάκης; Όλο βρίσκεται στην άκρη
του βράχου, μόνος πάντα στο έρμο του νησί.
Τρέχει στα κύματα, ξανοίγεται στα μάκρη,
θαλασσοδέρνεται, μα δεν αυτοκτονεί.

Δημοφιλείς αναρτήσεις